- ἀποβλύζων
- ἀποβλύζωspirt outpres part act masc nom sgἀποβλύζωspirt outpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταδεύω — (Α) 1. περιχέω με υγρό, καταβρέχω («κατέδευσας ἐπὶ στήθεσσι χιτῶνα οἴνου ἀποβλύζων», Ομ. Ιλ.) 2. συγκινούμαι («ὁ καταδευόμενος τῇ καρδίᾳ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δεύω (Ι) «υγραίνω, βρέχω»] … Dictionary of Greek
νηπιέη — και νηπιάα, ἡ (Α) (επικ. τ.) 1. η ηλικία τού νηπίου, η νηπιότητα, η παιδική ηλικία («οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέη ἀλεγεινῇ», Ομ. Ιλ.) 2. στον πληθ. παιδιαρίσματα, παιδαριώδεις τρόποι, ανοησίες («οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας ὀχέειν» δεν πρέπει να φέρεσαι… … Dictionary of Greek